ἀναξιδώρα

English (LSJ)

ἡ, = ἡ ἀνάγουσα δῶρα, of Demeter, S.Fr.1010; cf. ἀνησιδώρα.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναξιδώρα: ἡ, «ἡ ἀνάγουσα καὶ ἀνιεῖσα τοὺς καρποὺς ἐκ γῆς Δημητήρ» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ἀναξιδώρα, η (Α)
(επίθ. της Δήμητρας) αυτή που δίνει τα δώρα, δηλ. τους καρπούς της γης.
[ΕΤΥΜΟΛ. ἄναξ + -δώρα < δῶρον.