ἀνησιδώρα

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνησιδώρα Medium diacritics: ἀνησιδώρα Low diacritics: ανησιδώρα Capitals: ΑΝΗΣΙΔΩΡΑ
Transliteration A: anēsidṓra Transliteration B: anēsidōra Transliteration C: anisidora Beta Code: a)nhsidw/ra

English (LSJ)

ἡ, sending up gifts, epithet of Earth, Ath.Mitt.37.288 (ii A. D.), cf. Sch.Ar.Av.971; of Demeter, S.Fr.826, Alciphr.1.3, Paus.1.31.4, Plu.2.745a; ἑστία ἀ., of Rome, ib.317a.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
la que envía dones epít. de Deméter en el demo ático de Fila, S.Fr.826, Paus.1.31.4, Plu.2.745a
epít. de la Tierra, Alciphr.1.3.1, Sch.Ar.Au.971, Ath.Mitt.37.288 (II d.C.), Hsch.
de Roma ἐστίαν ἀ. Plu.2.317a.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
celle qui produit litt. qui fait germer des présents, càd Déméter.
Étymologie: ἀνίημι, δῶρον.

German (Pape)

ἡ, Gaben heraufsendende, hervorwachsen lassende (Hesych. ἡ γῆ διὰ τὸ κάρπους ἀνιέναι), γῆ Alciphr. 1.3; Δημήτηρ Paus. 1.31.4; Plut. Symp. 9.14; fort. Rom. A., f.l. ὀνησίδωρα.

Russian (Dvoretsky)

ἀνησιδώρα:ἀνίημι подательница (земных) даров (эпитет Деметры) Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνησιδώρα: ἡ, (ἀνίημι, δῶρον) ἡ ἀναπέμπουσα δῶρα, ἐπίθετον τῆς Γῆς καὶ τῆς Δήμητρος (πρβλ. ζείδωρος) Ἀλκίφρων 1. 3, Παυσ. 1. 31, 4, Πλούτ. καὶ ἀλλαχοῦ. - «ἀνησιδώρα· ἡ γὴ διὰ τὸ τοὺς καρποὺς ἀνιέναι» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ἀνησιδώρα, η (Α)
(επίθετο της Γης και της Δήμητρας) αυτή που βγάζει από μέσα της και χαρίζει δώρα, δηλ. τους καρπούς της.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανίημι «αναβλύζω, στέλνω προς τα πάνω» + δώρον].