ἀνησιδώρα
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
English (LSJ)
ἡ, sending up gifts, epithet of Earth, Ath.Mitt.37.288 (ii A. D.), cf. Sch.Ar.Av.971; of Demeter, S.Fr.826, Alciphr.1.3, Paus.1.31.4, Plu.2.745a; ἑστία ἀ., of Rome, ib.317a.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
la que envía dones epít. de Deméter en el demo ático de Fila, S.Fr.826, Paus.1.31.4, Plu.2.745a
•epít. de la Tierra, Alciphr.1.3.1, Sch.Ar.Au.971, Ath.Mitt.37.288 (II d.C.), Hsch.
•de Roma ἐστίαν ἀ. Plu.2.317a.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
celle qui produit litt. qui fait germer des présents, càd Déméter.
Étymologie: ἀνίημι, δῶρον.
German (Pape)
ἡ, Gaben heraufsendende, hervorwachsen lassende (Hesych. ἡ γῆ διὰ τὸ κάρπους ἀνιέναι), γῆ Alciphr. 1.3; Δημήτηρ Paus. 1.31.4; Plut. Symp. 9.14; fort. Rom. A., f.l. ὀνησίδωρα.
Russian (Dvoretsky)
ἀνησιδώρα: ἡ ἀνίημι подательница (земных) даров (эпитет Деметры) Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνησιδώρα: ἡ, (ἀνίημι, δῶρον) ἡ ἀναπέμπουσα δῶρα, ἐπίθετον τῆς Γῆς καὶ τῆς Δήμητρος (πρβλ. ζείδωρος) Ἀλκίφρων 1. 3, Παυσ. 1. 31, 4, Πλούτ. καὶ ἀλλαχοῦ. - «ἀνησιδώρα· ἡ γὴ διὰ τὸ τοὺς καρποὺς ἀνιέναι» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ἀνησιδώρα, η (Α)
(επίθετο της Γης και της Δήμητρας) αυτή που βγάζει από μέσα της και χαρίζει δώρα, δηλ. τους καρπούς της.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανίημι «αναβλύζω, στέλνω προς τα πάνω» + δώρον].