ἀναοίγω

English (LSJ)

poet. for ἀνοίγω, Il.24.455.

Spanish (DGE)

v. ἀνοίγω.

German (Pape)

[Seite 200] p. – ἀνοίγω, Il. 24, 455.

French (Bailly abrégé)

c. ἀνοίγω.

Russian (Dvoretsky)

ἀναοίγω: Hom. = ἀνοίγω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναοίγω: μέλλ. -ξω, ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἀνοίγω, τρεῖς δ’ ἀναοίγεσκον ... κληῖδα θυράων Ἰλ. Ω. 455.

English (Autenrieth)

ipf. ἀνέῳγε, ἀνῷγε, iter. ἀναοίγεσκον, aor. ἀνέῳξε: open; θύρᾶς, κληῖδα, ‘shove back;’ ἀπὸ χηλοῦ πῶμα, ‘raise,’ Il. 16.221.

Greek Monotonic

ἀναοίγω: μέλ. -ξω, Επικ. αντί ἀνοίγω, σε Ομήρ. Ιλ.