ἀναπνοϊκός

English (LSJ)

ἀναπνοϊκή, ἀναπνοϊκόν, affecting respiration, νόσος Ptol.Tetr.87.

Greek Monolingual

ἀναπνοϊκός, -ή, -όν (Α)
ο σχετικός με την αναπνοή, αυτός που επιδρά σ’ αυτήν.