ἀναπόμικτος
English (LSJ)
ἀναπόμικτον, f.l. for ἀνεπιμικτος, Thphr. CP 6.8.4.
Spanish (DGE)
-ον
no mezclado ἀναπομίκτῳ χυλῷ τῷ γεώδει καὶ ὑδατώδει Thphr.CP 6.8.4.
ἀναπόμικτον, f.l. for ἀνεπιμικτος, Thphr. CP 6.8.4.
-ον
no mezclado ἀναπομίκτῳ χυλῷ τῷ γεώδει καὶ ὑδατώδει Thphr.CP 6.8.4.