f.l. for παστάς in A.R.1.789.
[Seite 208] άδος, ἡ, = παστάς, v.l. Ap. Rh. 1, 789.
ἀναστάς: ἐσφ. γραφ. ἀντὶ παστὰς ἐν Ἀπολ. Ροδ. Α. 789.