ἀναψαθάλλω

English (LSJ)

touch up, work up, Phryn.PSp.12B., cf. Hsch.

Spanish (DGE)

tocar, manosear τὸ πέος Phryn.PS p.12.4, cf. Hsch.

German (Pape)

[Seite 215] obenauf betasten, B. A. 9 τὸ πέος ἀνατρίβειν καὶ ανακινεῖν.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναψᾰθάλλω: ψαύω ἐπάνω-ἐπάνω, ἀνατρίβω, ψηλαφῶ, ἐξεγείρω, Α. Β. 9.