ἀνδρειόομαι

Greek (Liddell-Scott)

ἀνδρειόομαι: γίνομαι ἀνδρεῖος, κοιν. «ἀνδρειώνομαι», Προκλ.: - τὸ ένεργ. μετὰ μεταβ. σημ. ποιῶ ἀνδρεῖον, «ἀνδρειώνω», ἀπαντᾷ παρὰ Ψευδ. - Ἰωσήπ. Μακκ. 15, σ. 516, ἀμεταβάτως δὲ παρὰ μεταγεν. Βυζ. συγγρ.