ἀνελευθέριος
English (LSJ)
ἀνελευθέριον, = ἀνελεύθερος, Asp. inEN101.14.
Spanish (DGE)
-ον servil Asp.in EN 101.14, sup. Chrys.M.62.605.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνελευθέριος: -ον, = ἀνελεύθερος, Ἰω. Χρυσ. τόμ. 4, σ. 333.
ἀνελευθέριον, = ἀνελεύθερος, Asp. inEN101.14.
-ον servil Asp.in EN 101.14, sup. Chrys.M.62.605.
ἀνελευθέριος: -ον, = ἀνελεύθερος, Ἰω. Χρυσ. τόμ. 4, σ. 333.