ἀνεξαγόρευτος

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεξαγόρευτος: -ον, ἄφατος, ἀνέκφραστος, μεταγ. Ἐκκλ.

Spanish (DGE)

-ον
que no se puede decir, secreto τὰ Ἴσιδος ... μυστήρια Hippol.Haer.5.7 (p.84.2).