ἀνέκφραστος
English (LSJ)
ἀνέκφραστον,
A inexpressible, unutterable, Procl.in Prm.p.549S.
2 not visiting, τῶν ἐκεῖ Syrian. in Metaph.109.25.
Spanish (DGE)
-ον
1 inefable, indecible del λόγος Procl.in Prm.713.19, de Dios ἀ. οὐσία Eus.E.Th.2.6 (p.103.20), δύναμις Cat.Cod.Astr.9(1).175
•inexplicable Hsch.
2 adv. ἀνεκφράστως = inefablemente, inexplicablemente γεγεννῆσθαι de la generación del Hijo, Gel.Cyz.HE 2.153 (M.85.1257C), cf. Zach.Mit.Opif.M.85.1141B.
German (Pape)
[Seite 221] unaussprechlich, Xen. Mem. 4, 3, 8.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
inexprimable.
Étymologie: ἀ, ἐκφράζω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνέκφραστος: невыразимый Xen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνέκφραστος: -ον, ἀπερίγραπτος, ἄφατος, καὶ ἐπίρρ. -τως, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀνέκφραστος, -ον)
εκείνος τον οποίο δεν μπορεί κανείς να εκφράσει, απερίγραπτος, άφατος
νεοελλ.
1. αυτός που δεν εκφράστηκε από κανένα, ανομολόγητος, ανεκδήλωτος
2. εκείνος που δεν έχει έκφραση, που έχει άτονο ύφος.
Translations
ineffable
Belarusian: невымоўны, невыказны; Bulgarian: неизразим; Czech: nevýslovný; Dutch: onuitsprekelijk, onzeggelijk, onnoembaar; Finnish: sanomaton, sanoinkuvaamaton; French: ineffable, innommable; Georgian: გამოუთქმელი, აღუწერელი, უტყვი; German: unaussprechlich; Greek: ανείπωτος, απερίγραπτος, άρρητος, άφατος, που δεν λέγεται, που δεν τον πιάνω στο στόμα μου; Ancient Greek: ἄφατος, ἄφραστος, οὐ φατός, ἀνωνόμαστος, ἀμύθητος, ἄρρητος, ἀπόρρητος, ἄγρυκτος, ἀναύδητος, ἀνεκλάλητος, ἄλεκτος, δύσφατος, ἄσπετος, ἀφώνητος, ἀναυδής, ἄεπτος, ἀνέκφραστος, ἀθέσφατος, ἀπειρέσιος, ἄλαλος, ἀνεκφώνητος, ἄφθεγκτος, ἀπόφημος, ἄναυδος, ἀλάλητος; Latin: ineffabilis; Manx: neufocklagh; Norwegian: usigelig, uutsigelig; Polish: nieopisany; Portuguese: inefável, indescritível; Romanian: inefabil; Russian: невыразимый, несказанный, неописуемый; Spanish: inefable; Swedish: obeskrivlig, outsäglig; Telugu: చెప్పలేని; Turkish: anlatılmaz; Ukrainian: невимовний; Welsh: anhraethol