ἄφατος

From LSJ

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄφᾰτος Medium diacritics: ἄφατος Low diacritics: άφατος Capitals: ΑΦΑΤΟΣ
Transliteration A: áphatos Transliteration B: aphatos Transliteration C: afatos Beta Code: a)/fatos

English (LSJ)

ἄφατον,
A not uttered or not named, nameless, ἄνδρες ὁμῶς ἄ. τε φατοί τε Hes.Op.3.
2 unutterable, ineffable, λόγος E.Ion782 (lyr.); ἄ. μέλεα monstrous, Pi.N.1.47; κεφαλαί AP6.112 (Pers.); ἄ. χρήματα untold sums, Hdt.7.190; ἄ. νέφος, κτύπος, S.OT1314 (lyr.), OC1464 (lyr.); ὀρνιθαρίων ἄφατον (Schw. for -των) πλῆθος Anaxandr.41.63; πώλων ἄφατον τάχος IG14.2012.4 (Sulp. Max.); ἡδονή Phld.D.3.14; ὑπερβολὴ δυνάμεως Hermog.Inv.1.4; δύναμις Plot.4.8.6; ἄφατον ὡς . . there's no saying how... i.e. marvellously, immensely, Ar.Av.428, Lys.198. Adv. ἀφάτως = inexpressibly, ineffably Dsc.1.13.

Spanish (DGE)

(ἄφᾰτος) -ον
I no nombrado, oscuro (ἄνδρες) ἄφατοί τε φατοί τε Hes.Op.3.
II 1ref. al número incontable, indecible ἄφατα ἔργα B.18.18, χρημάτων πλῆθος ἄ. Hdt.7.190, cf. Plu.2.864c, ὀρνιθαρίων ἄ. πλῆθος Anaxandr.41.63.
2 ref. a la magnitud indecible, inexpresable ἀφάτων μελέων de sus cuerpos desmesurados, monstruosos Pi.N.1.47, τρεῖς ἄφατοι ... κεφαλαί AP 6.112 (Pers.).
3 ref. a la intensidad o complejidad intrínseca inefable, indescriptible σκότου νέφος ... ἀφάτου tiniebla de oscuridad indecible S.OT 1314, κτύπος del rayo de Zeus, S.OC 1464, πώλων ἄφατον τάχος Sulp.Max.4, κάλλος Ant.Lib.17, ἡδονή Phld.D.3.14.5
de λόγοι, abstracciones o la divinidad ἄφατον ἄφατον ἀναύδητον λόγον ἐμοὶ θροεῖς me expresas pensamiento inefable, inefable, impronunciable E.Io 782, ἐν γυμνασίοις Ἀκαδημείας ἤκουσα λόγων ἀφάτων Epicr.10.12, cf. Hermog.Inu.1.4, ἄφατον ἦν καὶ παράλογον τὸ συμβαῖνον Plb.15.28.1, ἐρημία propia del Bien, Numen.2.13, δύναμις Plot.4.8.6, en lit. crist., de Dios y sus atributos, Origenes Princ.4.1.7, Eus.E.Th.1.3
frec. pred. διψάσας ἄφατόν τι Call.Lau.Pall.77, cf. Cer.57, ἄφατον· ἀμήχανον Hsch.
c. ὡς: imposible decir cómo es de, muy ὁ πρωκτὸς ἄφατος ὡς καλός su culo es indeciblemente hermoso Ar.Lys.1148
ἄφατον ὡς indeciblemente τὸν ὄρκον ἄφατον ὡς ἐπαινίω Ar.Lys.198, ὕδωρ ἄφατον ὡς ψυχρόν Antig.Mir.148, ἄφατον ὡς φρόνιμος Ar.Au.428.
III adv. ἀφάτως
1 indeciblemente ἐμφερής Dsc.1.13.
2 de forma impredecible ἰχθυβόρος δὲ ἀ. λαιμὸς ἔκλεισε πνοάς al comer pescado mi garganta de forma impredecible me cortó la respiración, IUrb.Rom.1239.12 (I/II d.C.).

German (Pape)

[Seite 407] 1) nicht ausgesprochen, wovon nicht gesprochen wird, unberühmt, ἄφατοι καὶ φατοί neben ἄῤῥητοι καὶ ῥητοί Hes. O. 3. – 2) nicht auszusprechen, bes. unaussprechlich groß, ungeheuer, Soph. νέφος, κτύπος, O. R. 1314 O. C. 1463; ἄχεα Eur. El. 1191; vgl. Ion. 783; χρήματα Her. 7, 190; κεφαλαί Pers. Ep. 1 (VI, 112); komisch ἄφατον ὡς ἐπαινιῶ Ar. Lys. 198. Bei Pol. 15, 28 ist ἄφατον καὶ παράλογον τὸ συμβαῖνον = schwer zu sagen.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu'on ne peut exprimer par la parole, indicible, extraordinaire (en bien et en mal), càd merveilleux ou monstrueux.
Étymologie: , φημί.

Russian (Dvoretsky)

ἄφᾰτος:
1 безвестный, неведомый (ἄνδρες Hes.);
2 невыразимый, неописуемый, огромный (μέλεα Pind.; νέφος Soph.; ἄχεα Eur.; χρήματα Her.; κακά Plut.);
3 неслыханный, невероятный (λόγος Eur.; ἄ. καὶ παράλογος Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

ἄφᾰτος: -ον, ὁ μὴ λόγου ἄξιος, ἄσημος, ἄδοξος, ὁμῶς ἄφατοί τε φατοί τε, «ἀνώνυμοί τε καὶ ὀνομαστοὶ» (Σχόλ. Μοσχ.), Ἡσ. Ἔργα κ. Ἡμ. 3. 2) ἀπερίγραπτος, ἀνέκφραστος, «ἄφατον. ἀμήχανον. πολύ, ἄρρητον. ἀμέτρητον, δεινὸν» Ἡσύχ. (πρβλ. ἀναύδητος), Εὐρ. Ἴων 784· ἀφ. μέλεα Πινδ. Ν.1. 70· ἄφ. χρήματα ἀνυπολόγιστα, Ἡρόδ. 7. 190· ἀφ. νέφος, κτύπος Σοφ. Ο. Τ. 1314, Ο. Κ. 1464· ὀρνιθαρίων ἄφατον (οὕτως ἀναγν.) πλῆθος Ἀναξανδρ. ἐν «Πρωτεσιλάῳ» 1. 62· πώλων ἄφατον τάχος Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 618. 4· ἄφατον ὡς φρόνιμος, θαυμαστῶς, ἀπείρως, Ἀριστοφ. Ὄρν, 427, Λυσ. 198. - Ἐπίρρ. ἀφάτως Διοσκ. 1. 12.

English (Slater)

ᾰφᾰτος monstrous ἀγχομένοις δὲ χρόνος ψυχὰς ἀπέπνευσεν μελέων ἀφάτων of the serpents slain by Herakles (N. 1.47)

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄφατος, -ον)
αυτός που είναι δύσκολο να περιγραφεί, απερίγραπτος, ανέκφραστος
αρχ.
ο δίχως όνομα, ανώνυμος, ασήμαντος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + -φᾰτος < φᾰ εξασθενωμένη βαθμίδα του φημί.

Greek Monotonic

ἄφᾰτος: -ον·
1. ανάξιος λόγου, άσημος, σε Ησίοδ.
2. ανείπωτος, άφατος, παράδοξος, σε Ηρόδ., Σοφ.· ἄφατον ὡς, δεν λέγεται το πως, δηλ. θαυμάσια, σπουδαία, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

1. not uttered, nameless, Hes.
2. untold, unutterable, ineffable, extraordinary, Hdt., Soph.; ἄφατον ὡς there's no saying how, i. e. marvellously, immensely, Ar.

Mantoulidis Etymological

(=ἀπερίγραπτος). Ἀπό τό α στερ. + φατός τοῦ φημί, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Translations

Belarusian: невымоўны, невыказны; Bulgarian: неизразим; Czech: nevýslovný; Dutch: onuitsprekelijk, onzeggelijk, onnoembaar; Finnish: sanomaton, sanoinkuvaamaton; French: ineffable, innommable; Georgian: გამოუთქმელი, აღუწერელი, უტყვი; German: unaussprechlich; Greek: ανείπωτος, απερίγραπτος, άρρητος, άφατος, που δεν λέγεται, που δεν τον πιάνω στο στόμα μου; Ancient Greek: ἄφατος, ἄφραστος, οὐ φατός, ἀνωνόμαστος, ἀμύθητος, ἄρρητος, ἀπόρρητος, ἄγρυκτος, ἀναύδητος, ἀνεκλάλητος, ἄλεκτος, δύσφατος, ἄσπετος, ἀφώνητος, ἀναυδής, ἄεπτος, ἀνέκφραστος, ἀθέσφατος, ἀπειρέσιος, ἄλαλος, ἀνεκφώνητος, ἄφθεγκτος, ἀπόφημος, ἄναυδος, ἀλάλητος; Latin: ineffabilis; Manx: neufocklagh; Norwegian: usigelig, uutsigelig; Polish: nieopisany; Portuguese: inefável, indescritível; Romanian: inefabil; Russian: невыразимый, несказанный, неописуемый; Spanish: inefable; Swedish: obeskrivlig, outsäglig; Telugu: చెప్పలేని; Turkish: anlatılmaz; Ukrainian: невимовний; Welsh: anhraethol

indescribable

Armenian: աննկարագրելի; Belarusian: неапісальны, невыказны; Bulgarian: неописуем; Catalan: indescriptible; Chinese Mandarin: 無法形容, 无法形容, 不可名狀, 不可名状; Czech: nepopsatelný; Dutch: onbeschrijfelijk; Esperanto: nepriskribebla; Finnish: sanoin kuvaamaton, kuvaamaton; French: indescriptible; Galician: indescritíbel; German: unbeschreiblich; Gothic: 𐌿𐌽𐌿𐍃𐍃𐍀𐌹𐌻𐌻𐍉𐌸𐍃; Greek: ανεκδιήγητος, απερίγραπτος, αχαρακτήριστος, αδιήγητος; Ancient Greek: ἀάσπετος, ἀδιεξήγητος, ἀδιήγητος, ἀθέσφατος, ἄλαλος, ἄλεκτος, ἀμύθητος, ἀνεκδιήγητος, ἀνέκλεκτος, ἀνεξήγητος, ἀνερμήνευτος, ἀνωνόμαστος, ἀπερίγραπτος, ἄσπετος, ἀσχημάτιστος, ἄφατος, δυσδιήγητος; Japanese: 言い表わせない; Latin: inenarrabilis; Manx: neufocklagh; Norwegian Bokmål: ubeskrivelig; Nynorsk: ubeskriveleg; Polish: nieopisany; Portuguese: indescritível; Romanian: indescriptibil, inexprimabil, de nedescris; Russian: неописуемый, несказанный, невыразимый; Spanish: indescriptible; Swedish: obeskrivlig; Turkish: tarifsiz, tarif edilemez; Ukrainian: неописаний, невимовний, несказанний