ἀνεπίφαντος

English (LSJ)

ἀνεπίφαντον, unostentatious, without ostentation, Ph.2.76, Vett.Val.16.21; insignificant, ἀποτελέσεις Paul.Al.F.1. Adv. ἀνεπιφάντως = unostentatiously M.Ant.1.9.

Spanish (DGE)

-ον
I 1insignificante, de poca relevancia de pers., Vett.Val.16.21, Paul.Al.71.5, ἀποτελέσεις Paul.Al.29.5
subst. τὸ ανεπίφαντον = falta de ostentación Ph.2.76.
2 τὸ ανεπίφαντον sigilo τεχνάζων τὸ ανεπίφαντον Ph.2.533.
II adv. ἀνεπιφάντως = modesta, discretamente τὸ πολυμαθὲς ανεπιφάντως la ciencia sin ostentación M.Ant.1.9.

German (Pape)

[Seite 225] ohne Prunk, M. Anton. 1, 9; unberühmt, unbekannt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεπίφαντος: -ον, ὁ ἄνευ πολυτελείας καὶ ἐπιδείξεως, Φίλων 2. 76. - Ἐπίρρ. ἀνεπιφάντως Μ. Ἀντων. 1. 9.