ἀνεπιζητησία

English (LSJ)

ἡ, absence of inquiry, Andronic.Rhod.p.572M.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
desinterés, indiferencia εὐθυμία δὲ χαρὰ ἐπὶ διαμονῇ ἢ ἀνεπιζητησίᾳ παντός Andronic.Rhod.p.573.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεπιζητησία: ἡ, (ζητέω) ἔλλειψις ἐπιζητήσεως, ἐρεύνης, Βυζ.