ζητέω
Ἐχθροὺς ἀμύνου μὴ ‘πὶ τῇ σαυτοῦ βλάβῃ → Ulciscere hostem, non tamen damno tuo → Die Feinde wehre ohne Schaden für dich ab
English (LSJ)
Dor. part. ζάτεισα Theoc.1.85: impf. ἐζήτουν, Ep. 3sg.
A ζήτει Il.14.258 (nowh. else in Hom.): aor. 1 ἐζήτησα Isoc.16.14: pf. ἐζήτηκα Din.2.19:—Med., aor. 1 ἐζητησάμην (ἀν-) Longus Prooemia 2:—Pass., fut. ζητηθήσομαι S.E.P.1.60, M.8.16; but ζητήσομαι in pass. sense, ib.1.28, Gal.1.649:—seek, seek for, ἐμὲ δ' ἔξοχα πάντων ζήτει Il.l.c.; ζ. πημάτων ἀπαλλαγάς A.Pr.318, cf. 264; εὑρήσεις ζητῶν Ar.Pl.105; μὴ ζητῶν = without seeking, X.Ages. 8.1; τὸ ζητούμενον ἁλωτόν = what is sought for may be found, S.OT 110.
2 inquire for, τὰ πινάκια καὶ τὰ γραμματεῖα IG12.91.11; τοὺς ἄρχοντας X.An.2.3.2: with relat. clause, ὅτου δέοιτο ὁ Κῦρος Id.Cyr. 8.5.13.
3 search after, search out, τὸν αὐτόχειρα S.OT266; μεγάλοις μηνύτροις ἐζητοῦντο οἱ δράσαντες Th.6.27; of huntsmen, ζ. τὸν λαγώ X.Cyn.6.25.
4 search or inquire into, investigate, examine, of philosophical investigation, ζ. τὰ θεῖα X.Mem.1.1.15; ζ. καὶ ἐρευνῶ κατὰ τὸν θεόν Pl.Ap.23b; ζητουμένης ἀρετῆς ὅ τι ἐστίν Id.Men.79d; τὸ ζητούμενον = the matter of inquiry, the question, Id.Tht.201a, Arist. Top.110a7, Str.2.1.18, A.D.Adv.188.13; also of judicial inquiry, ζ. περὶ ἀδικημάτων Din.1.8; ζήτησιν τὴν ὑπέρ τινος ζ. ib.10; ἔνοχος εἶναι τοῖς ζητουμένοις ib.55: generally, ζ. πότερον… ἤ Pl.Phlb. 27c; ζ. πρὸς ἐμαυτόν Luc.Lex.17.
5 require, demand, τῶν πράξεων παρὰ τοῦ στρατηγοῦ τὸν λόγον ζητοῦντες D.4.33: metaph., ὁ περικράνιος ὑμὴν… τὴν ἐπιδιαίρεσιν ζ. = requires the opening up of the wound, Heliod. ap. Orib.46.7.3.
II seek after, desire, ἀμήχανα E.Alc.203; ἐμοὶ ζητῶν ὄλεθρον S.OT659; of natural tendencies, ὁ θερμὸς ὕφαμμον χώραν ζητεῖ Thphr. HP 8.11.8:—Pass., ζητούμενος = sought after, in great demand, PMag.Par.1.3086,3114.
2 c. inf., seek to do, ἐκμαθεῖν τι ζ. Hdt.3.137, A.Pr.776; μεταλαβεῖν Ar.Pl.370. cf. Pl.Prt. 322b, Men.90e, SIG372.7 (Samothrace, iii B.C.): c. fut. inf., ζητεῖς ἀναπείσειν Ar.Pl.573 codd. (sed leg. -πείθειν): c. acc. et inf., seek that or desire that, Pl.R. 443b, Chrm.172c.
III have to seek, feel the want of, ἵνα μὴ ζητέοιεν σιτία Hdt.1.94; Νέρωνα Plu.Galb.8:—Pass., ζητούμενος οἷς ἀπέλειπες Epigr.Gr.215.3 (Rhenea).
German (Pape)
[Seite 1139] suchen, Il. 14, 258; ζητῶν εὑρήσεις Ar. Plut. 104; ἄθλων ἔκλυσιν ζητεῖ Aesch. Prom. 262; vermissen, Her. 1, 94; vgl. Plut. Galb. 8. Sehr gewöhnlich in att. Prosa, auch auf Geistiges übertragen, καὶ ἐρευνῶ Plat. Apol. 23 b; τὰ θεῖα Xen. Mem. 1, 1, 15; σωτηρίαν Isocr. 4, 93; sequ. τίς, Plat. Prot. 327 b; sequ. acc. c. int., Charm. 172 c u. öfter; mit bloßem int., Euthyd. 306 c Phil. 46 c; ζητεῖς ἀναπείσειν Ar. Plut. 573. Eben so im pass., τὸ ζητούμενον, der Gegenstand der Untersuchung, Plat. Soph. 223 b; ζητουμένης ἀρετῆς ὅλης, ὅ, τι ἐστιν Men. 79 d. Von gerichtlichen Untersuchungen, ζητεῖν περὶ ἀδικημάτων, Oratt. Verlangen nach Etwas, σιτία Her. 1, 94; μεταλαβεῖν Ar. Plut. 370. – Plut. u. Suid. führen ζητήσεται = ζητηθήσεται an, wie es Sezt. Emp. adv. Math. 30 braucht. – Adj. verb. ζητητέος, Ar. Th. 604; Plat. öfter.
French (Bailly abrégé)
ζητῶ :
impf. ἐζήτουν, f. ζητήσω, ao. ἐζήτησα, pf. ἐζήτηκα;
I. chercher : εὑρήσεις ζητῶν AR tu trouveras en cherchant;
II. particul.
1 chercher à rencontrer, aller à la recherche de, acc.;
2 chercher à trouver, à connaître : τὸν αὐτόχειρα SOPH le meurtrier ; τὸν δράσαντα THC le coupable ; ζητεῖν τὰ θεῖα XÉN s'occuper de recherches sur les choses divines;
3 chercher à obtenir, acc.;
III. désirer.
Étymologie: DELG cf. δίζημαι, ζῆλος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ζητέω, Dor. ζᾱτέω [~ δίζημαι] ptc. athem. ζάτεισ(α), Ion. ptc. acc. m. ζητεῦντα, ep. imperf. act. 3 sing. ζήτει; fut. med. ζητήσομαι (met pass. betekenis) zoeken: met acc..; ἐμὲ... ζήτει hij was naar mij op zoek Il. 14.258; ἐζήτουν τοὺς ἄρχοντας ze zochten de leiders Xen. An. 2.3.2; abs..; οὐ γὰρ εὑρήσεις ἐμοῦ ζητῶν ἔτ’ ἄνδρα... βελτίονα hoe je ook zoekt, je zult geen betere man vinden dan ik Aristoph. Pl. 105; pass..; οὔτ’ ἂν εὑρέθη ἡ τέχνη ἡ ἰητρικὴ οὔτ’ ἂν ἐζητήθη de geneeskunde zou niet zijn ontdekt, en er zou ook niet naar gezocht zijn Hp. VM 3; ptc. subst. pass.. τὸ... ζητούμενον ἁλωτόν wat gezocht wordt is bereikbaar Soph. OT 110. onderzoeken, vaak filos.:; ζ. τὰ θεῖα het goddelijke onderzoeken Xen. Mem. 1.1.15; pass..; ζητουμένης ἀρετῆς ὅλης ὅτι ἐστὶν terwijl de deugd als geheel nog steeds onderzocht wordt, wat die precies is Plat. Men. 79d; ook ptc. subst..; τὸ ζητούμενον object van onderzoek Plat. Tht. 201a.; zoeken te bereiken, proberen te krijgen:; τἀμήχανα ζητῶν waarbij hij het onmogelijke zoekt te bereiken Eur. Alc. 203; τὸν λόγον ζ. rekenschap verlangen Dem. 4.33; met acc. en inf..; ἔτι τι οὖν ἕτερον ζητεῖς δικαιοσύνην εἶναι; probeer je dan nog steeds te bereiken dat rechtvaardigheid iets anders is? Plat. Resp. 443b; proberen (te), met inf.:; ζ. τὸν αὐτόχειρα τοῦ φόνου λαβεῖν de moordenaar proberen te grijpen Soph. OT 266; uitbr. missen, verlangen:. ἵνα μὴ ζητέοιεν σιτία opdat ze niet naar voedsel zouden verlangen Hdt. 1.94.4; Νέρωνα ζ. Nero missen Plut. Galb. 8.8.
Russian (Dvoretsky)
ζητέω: (impf. ἐζήτουν, fut. ζητήσω, aor. ἐζήτησα, pf. ἐζήτηκα)
1 искать, разыскивать (ζητεῖτε καὶ εὑρήσετε NT): οὐχ εὑρήσεις ζητῶν ἔτι ἄνδρα βελτίονα Arph. даже если будешь искать, не найдешь лучшего человека; καὶ μὴ ζητῶν κατενόησεν ἄν Xen. и не ища (т. е. с первого взгляда, сразу же всякий) заметил бы; τὸ ζητούμενον ἁλωτόν Soph. то, что ищется, может быть обнаружено; οἱ δράσαντες ἐζητοῦντο Thuc. производились поиски виновных; ἄπαντα πρὸς ἡδονὴν ζ. Dem. во всем искать наслаждения;
2 стараться, добиваться, стремиться (ἀλήθειαν Arst.; δικαιοσύνην NT): ζ. τὸν αὐτόχειρα τοῦ φόνου λαβεῖν Soph. стараться поймать виновника убийства; ζ. πημάτων ἀπαλλαγήν Aesch. пытаться положить конец страданиям; οὐκ ἔτι ἐζήτησαν τό προσωτέρω τῆς Ἑλλάδος ἀπικόμενοι ἐκμαθέειν Her. (персы) уже не пытались проникнуть глубже в Грецию для разведки; ζ. τὴν ψυχήν τινος NT добиваться чьей-л. смерти;
3 спрашивать, требовать (τι παρά τινος NT): τῶν πράξεων παρά τινος λόγον ζ. Dem. требовать от кого-л. отчета в его действиях; τὰ ἀμήχανα ζ. Eur. требовать невозможного; ζ. τινι ὄλεθρον ἢ φυγήν Soph. требовать чьей-л. смерти или изгнания; ζετοῦντες αὐτῷ λαλῆσαι NT желая поговорить с ним; παντὶ ᾧ ἐδόθη πολύ, πολὺ ζητηθήσεται παρ᾽ αὐτοῦ NT кому много дано, с того много и взыщется;
4 исследовать, изучать (ζ. τὰ θεῖα Xen.; ζ. καὶ λογίζεσθαι Arst.): τὸ ζητούμενον Plat. предмет исследования;
5 ощущать отсутствие, не иметь: ἵνα μὴ ζῃτέοιεν σιτία Her. чтобы не ощущать недостатка в хлебе, т. е. чтобы не думать о голоде;
6 заботиться, думать (μὴ ζητεῖτε τί φάγητε καὶ τί πίητε NT): ὅπως; Οὐκ οἶδ᾽ ἀτὰρ ζητητέον Arph. как (отвечу)? - Не знаю, но нужно подумать.
Greek (Liddell-Scott)
ζητέω: Δωρ. μετοχ. ζᾱτεῦσα, Θεόκρ. 1. 85· παρατ. ἐζήτουν, Ἐπ. γ΄ ἑν. ζήτει. Ἰλ. Ξ. 258 (οὐδαμοῦ ἀλλαχοῦ παρ’ Ὁμ.), Ὕμν. Ἑρμ. 22· ἀόρ. ἐζήτησα, Ἰσοκρ. 349D· πρκμ. ἐζήτηκα, Δείναρχ. 170. 26. - Μέσ., ἀόρ. ἐζητησάμην (ἀν-) Λόγγος Προοιμ. 2. - Παθ., μέλλ. ζητηθήσομαι, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 60, Μ. 8. 16· ἀλλὰ ζητήσομαι ἐπὶ παθ. σημασ., ὁ αὐτ. Μ. 1. 28. Ζητῶ, ἀναζητῶ, ἐμὲ δ’ ἔξοχα πάντων ζήτει Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ζ. πημάτων ἀπαλλαγὴν Αἰσχύλ. Πρ. 316, πρβλ. 262· εὑρήσεις ζητῶν Ἀριστοφ. Πλούτ. 104· μὴ ζητῶν Ξεν. Ἀγησ. 8, 1· τὸ ζητούμενον ἁλωτὸν Σοφ. Ο. Τ. 110. 2) ἐρωτῶ περί τινος, τοὺς ἄρχοντας Ξεν. Ἀν. 2. 3, 2· ἐρωτῶ περί τινος πράγματος, ὁ αὐτ. Κύρ. 8. 5, 13. 3) ζητῶ, ἀναζητῶ, τὸν αὐτόχειρα Σοφ. Ο. Τ. 266· μεγάλοις μηνύτροις τὸν δράσαντα Θουκ. 6. 27· ἐπὶ θηρευτῶν, ζ. τὸν λαγὼ Ξεν. Κυν. 6, 25. 4) ζητῶ, ἀναζητῶ, ἐρευνῶ, ἐξετάζω, ἐπὶ φιλοσοφικῆς ἐρεύνης, συχν. παρὰ Πλάτ. κλπ., ζ. τὰ θεῖα Ξεν. Ἀπομν. 1. 1, 15· ταῦτ’ οὖν ζ. καὶ ἐρευνῶ κατὰ τὸν θεὸν Πλάτ. Ἀπολ. 23Β· ζητουμένης ἀρετῆς ὅ τι ἐστὶν ὁ αὐτ. Μένωνι 79D· τὸ ζητούμενον, ἡ ὑπόθεσις τῆς ἐρεύνης, τὸ ζήτημα, ὁ αὐτ. Θεαιτ. 201Α, κτλ.· πρβλ. ζητητικός· - ὡσαύτως ἐπὶ δικαστικῆς ἐρεύνης ἢ ἀνακρίσεως, ζ. περὶ ἀδικημάτων Δείναρχ. 91. 20· ἔνοχος εἶναι τοῖς ζητουμένοις ὁ αὐτ. 97. 15· - καθόλου, ζ. πότερον.., Πλάτ. Φιλήβ. 27C· ζ. πρὸς ἑαυτὸν Λουκ. Λεξιφ. 17. 5) ἀπαιτῶ, ζητῶ, τῶν πράξεων παρὰ τοῦ στρατηγοῦ λόγον ζητοῦντες Δημ. 49. 18. ΙΙ ἐπιζητῶ, ἐπιθυμῶ, ἀμήχανα Εὐρ. Ἀλκ. 203· ἐμοὶ ζητῶν ὄλεθρον Σοφ. Ο. Τ. 658· - ἐπὶ φυσικῶν τάσεων, ὁ θέρμος ὕφαμμον ζητεῖ χώραν Θεόφρ. Ι. Φ. 8. 11, 8. 2) μετ’ ἀπαρ., ζητῶ νὰ πράξω τι, ἐκμαθεῖν τι ζ. Ἡρόδ. 3. 137, Αἰσχύλ. Πρ. 776· μεταλαβεῖν Ἀριστοφ. Πλούτ. 370, πρβλ. ζήτησις 3· - ὡσαύτως μετ’ ἀπαρ. μέλλ., ζητεῖς ἀναπείσειν αὐτόθι 573· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., ζητῶ ἢ ἐπιθυμῶ νά.., Πλάτ. Πολ. 343Β. ΙΙΙ. αἰσθάνομαι τὴν ἀνάγκην τινός, Λατ. desidero, ἵνα μὴ ζητέοιεν σιτία Ἡρόδ. 1. 94· Νέρωνα Πλούτ. Γάλβ. 8.
English (Autenrieth)
seek, Il. 14.258†.
English (Abbott-Smith)
ζητέω, -ῶ, [in LXX chiefly for בּקשׁ pi., also for דּרשׁ, etc.;]
1.to seek, seek for: Mt 7:7, 8 Lk 11:9, 10; c. acc. pers., Mk 1:37, Lk 2:48, Jo 6:24, al.; id. seq. ἐν, Ac 9:11; c. acc. rei, Mt 13:45, Lk 19:10; seq. ἐν, Lk 13:6, 7; ψυχήν, of plotting against one's life (Ex 4:19, al.), Mt 2:20, Ro 11:3 (LXX). Metaph., to seek by thinking, search after, inquire into: Mk 11:18, Lk 12:28, Jo 16:19; τ. θεόν, Ac 17:27.
2.to seek or strive after, desire: Mt 12:46, Mk 12:12, Lk 9:9, Jo 5:18, Ro 10:3, al.; τ. θάνατον, Re 9:6; τ. βασιλείαν τ. θεοῦ, Mt 6:33 (Dalman, Words, 121f.); τὰ ἄνω, Col 3:1;εἰρήνην, I Pe 3:11 (LXX).
3.to require, demand: c. acc. rei, Mk 8:12, Lk 11:29, I Co 1:22, II Co 13:3; seq. παρά, Mk 8:11, al.; ἵνα, I Co 4:2 (cf. ἀνα-, ἐκ-, ἐπι-, συν-ζητέω).
English (Strong)
of uncertain affinity; to seek (literally or figuratively); specially, (by Hebraism) to worship (God), or (in a bad sense) to plot (against life): be (go) about, desire, endeavour, enquire (for), require, (X will) seek (after, for, means). Compare πυνθάνομαι.
English (Thayer)
ζητῶ; imperfect 3rd person singular ἐζήτει, plural ἐζήτουν; future ζητήσω; 1st aorist ἐζήτησα; passive, present ζητοῦμαι; imperfect 3rd person singular ἐζητεῖτο (ζητηθήσομαι (Homer on); the Sept. for דָּרַשׁ, and much more often for בִּקֵשׁ; to seek, i. e.
1. to seek in order to find;
a. universally and absolutely: εὑρίσκω, 1 a); τινα, R L marginal reading), (); ἐν with the dative of place, μαργαρίτας), of buyers, τί ἐν τίνι, as fruit on a tree, ἀνάπαυσιν, a place of rest, פּ אֶת־נֶפֶשׁ בִּקֵּשׁ ... (cf. Winer's Grammar, 33 (32); 18)) ψυχήν τίνος, to seek, plot against, the life of one, τί ζητεῖς; what dost thou seek? what dost thou wish? to seek (i. e. in order to find out) by thinking, meditating, reasoning; to inquire into: περί τίνος ζητεῖτε μετ' ἀλλήλων; πῶς, τί, τινα: τόν Θεόν, to follow up the traces of divine majesty and power, Philo, monarch. i. § 5)).
c. to seek after, seek for, aim at, strive after: εὐκαιρίαν, ψευδομαρτυρίαν, τόν θάνατον, an opportunity to die, λύσιν, τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, τά ἄνω, εἰρήνην, ἀφθαρσίαν etc. δόξαν ἐκ τίνος, τήν δόξαν τήν παρά τίνος, τά τίνος, the property of one, τήν δόξαν Θεοῦ, to seek to promote the glory of God, τό θέλημα τίνος, to attempt to establish, τό σύμφορον τίνος, to seek to further the profit or advantage of one, ζητεῖν τά τίνος, ὑμᾶς, to seek to win your souls, τόν Θεόν, to seek the favor of God (see ἐκζητέω, a.), Tr marginal reading WH marginal reading). followed by an infinitive (Buttmann, 258 (222); Winer's Grammar, § 44,3) to seek i. e. desire, endeavor: WH in marginal reading only)); L Tr marginal reading); Buttmann, § 142,4); ἵνα (Buttmann, 237 (205)), to seek i. e. require, demand: (σημεῖον, L T Tr WH; T Tr WH); σοφίαν, δοκιμήν, τί παρά τίνος, to crave, demand something from someone, ἐν τίνι, the dative of person, to seek in one, i. e. to require of him, followed by ἵνα, ἀναζητέω, ἐκζητέω, ἐπιζητέω, συζητέω.)
Greek Monotonic
ζητέω: Δωρ. θηλ. μτχ. ζᾱτεῦσα, παρατ. ἐζήτουν, Επικ. γʹ ενικ. ζήτει· αόρ. αʹ ἐζήτησα, παρακ. ἐζήτηκα·
I. 1. αναζητώ, ψάχνω, ερευνώ για κάτι, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ. κ.λπ.· μὴ ζητῶν, αυτός που δεν αναζητεί κάτι, σε Ξεν.· τὸ ζητούμενον ἁλωτόν, αυτό που επιζητείται μπορεί να βρεθεί, σε Σοφ.
2. ερωτώ, ερευνώ για κάτι, σε Ξεν.· γυρεύω κάτι, επιζητώ, στον ίδ.
3. ερευνώ, αναζητώ, εξετάζω, σε Σοφ., Θουκ.
4. διερευνώ, αναζητώ, ερευνώ διεξοδικά, εξετάζω με ακρίβεια, σε Πλάτ. κ.λπ.· ζητέω τὰ θεῖα, σε Ξεν. κ.λπ.
5. απαιτώ, θέτω ως προϋπόθεση, ζητώ επιτακτικά· παρὰ τοῦ στρατηγοῦ λόγον ζητοῦντες, σε Δημ.
II. 1. επιζητώ, ποθώ, επιθυμώ διακαώς· ἀμήχανα, σε Ευρ.
2. με απαρ., ζητώ, επιδιώκω να κάνω κάτι, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.
III. αισθάνομαι την ανάγκη κάποιου προσώπου ή πράγματος, εφίεμαι, Λατ. desidero, σε Ηρόδ.
Greek Monolingual
ζητώ, ζητάω και ζητέω (AM ζητῶ, ζητέω)
1. γυρεύω, ψάχνω να βρω κάποιον ή κάτι (α. «ζητώ εργασία» β. «ἐμὲ δ' ἔξοχα πάντων ζήτει», Ομ. Ιλ. γ. «σέ ζητάω απ' το πρωί» δ. «αἰτεῖτε, καὶ δοθήσεται ὑμῖν, ζητεῖτε καὶ εὑρήσετε, κρούετε καὶ ἀνοιγήσεται ὑμῖν», ΚΔ)
2. ερευνώ να βρω, αναζητώ («ζητῶν τὸν αὐτόχειρα τοῦ φόνου λαβεῖν», Σοφ.)
3. ζητώ να πάρω κάτι που το δικαιούμαι, απαιτώ, αξιώνω (α. «ζητώ μερίδιο από τα κέρδη» β. «τῶν πράξεων παρὰ τοῦ στρατηγοῦ λόγον ζητοῦντες», Δημοσθ.)
4. επιζητώ, επιδιώκω, επιθυμώ (α. «ζητώ αφορμή για καβγά» β. «τἀμήχανα ζητῶν», Ευρ.)
5. αισθάνομαι την ανάγκη κάποιου («ἵνα μή ζητέοιεν σιτία», Ηρόδ.)
6. (το ουδ. μτχ. παθ. ενεστ. ως ουσ.) το ζητούμενο(ν)
το ζήτημα, το αντικείμενο της έρευνας
νεοελλ.
1. ζητώ κάτι ως ελεημοσύνη, ζητιανεύω
2. (για θηλ. ζώα) επιθυμώ να συνουσιαστώ («η φοράδα άρχισε να ζητάει»)
3. παθ. ζητούμαι και ζητιέμαι
(για προϊόντα, εμπορεύματα κ.λπ.) είμαι αντικείμενο ζήτησης, εμφανίζονται αγοραστές για την αγορά μου
μσν.-αρχ.
ζητώ να μάθω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μετονοματικό παρ. κατά τα αιτέω δατέομαι από ρηματικό επίθετο ζητός, που μαρτυρείται ως ζατός στην αρκαδική διάλ. και ανάγεται με τη σειρά του σε αρχικό ρ. δί-ζη-μαι (< δι-δyα-μαι που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα dei∂ «επιδιώκω»). Συνδέεται πιθ. με τα αρχ. ελλ. ζημία, ζήλος, ζητρός, οι αντιστοιχίες του όμως στις άλλες ΙΕ γλώσσες δεν είναι εμφανείς.
ΠΑΡ. ζήτημα, ζήτησις, ζητητής
νεοελλ.
ζητιάνος, ζήτουλας.
ΣΥΝΘ. αναζητώ, επιζητώ, εκζητώ, καταζητώ, συζητώ, συναναζητώ, συνεπιζητώ
αρχ.
αντιζητέω, διαζητέω, παραζητέω, προζητέω, προσαναζητέω, προσεπιζητέω, προσζητέω, υποζητέω
νεοελλ.
αποζητώ, επαναζητώ, ξαναζητώ, πολυζητώ, ψωμοζητώ].
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: search, research, inquire, investigate (Ξ 258),
Other forms: Aor. ζητῆσαι, ζητηθῆναι (Ion.-Att.), perf. ἐζήτηκα (Din.); Dor. ptc. ζάτεισα (Theoc. 1, 85)
Compounds: often with prefix, e. g. ἀνα-, ἐπι-, συ-ζητέω.
Derivatives: Also ζητεύω (Hes., h. Hom.), ζατεύω (Alcm.). - Deriv. (ἀνα-, ἐκ-, ἐπι-, συ-)ζήτησις search out, inquire, consideration (IA) with ζητήσιμος (X.; s. Arbenz Die Adj. auf -ιμος 63); (ἐπι)ζήτημα inquiry (IA) with ζητημάτιον (Arr., Lib.), ζητηματικός (sch.); (ἐκ-, συ-)ζητητής researcher, in plur. name of a juridical official in Athens (Att.) with (ἐπι-, συ-)ζητητικός prepared to inquire (Att.). - On ζητήρ, ζητρός s. v.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Formation like αἰτέω, δατέομαι, ἀρτάω etc. (Schwyzer 705f.), so from a nominal τ-stem; cf. esp. Arc. ζατός (IG 5: 2, 4, 22). The primary verb in reduplicated δίζημαι (Sommer Lautstud. 157f.); s. v. and ζῆλος, and ζημία. - Older Bq.
Middle Liddell
I. to seek, seek for, Il., Aesch., etc.; μὴ ζητῶν without seeking, Xen.; τὸ ζητούμενον ἁλωτόν what is sought for may be found, Soph.
2. to enquire for, Xen.: to ask about a thing, Xen.
3. to search after, search out, Soph., Thuc.
4. to search or inquire into, investigate, Plat., etc.; ζ. τὰ θεῖα Xen., etc.
5. to require, demand, παρὰ τοῦ στρατηγοῦ λόγον ζητοῦντες Dem.
II. to seek after, desire, ἀμήχανα Eur.
2. c. inf. to seek to do, Hdt., Aesch., etc.
III. to have to seek, feel the want of, Lat. desidero, Hdt.
Frisk Etymology German
ζητέω: {zētéō}
Forms: (seit Ξ 258), Aor. ζητῆσαι, ζητηθῆναι (ion. att.), Perf. ἐζήτηκα (Din.); dor. Ptz. ζάτεισα (Theok. 1, 85)
Grammar: v.
Meaning: aufsuchen, forschen, sich bemühen, streben,
Composita: oft mit Präfix, z. B. ἀνα-, ἐπι-, συζητέω.
Derivative: Daneben ζητεύω (Hes., h. Hom.), ζατεύω (Alkm.). — Ableitungen: (ἀνα-, ἐκ-, ἐπι-, συ-)ζήτησις das Aufsuchen, Untersuchung, Erwägung (ion. att.) mit ζητήσιμος (X.; vgl. Arbenz Die Adj. auf -ιμος 63); (ἐπι)ζήτημα Untersuchung, Forschung, nachgeforscht er Gegenstand (ion. att.) mit ζητημάτιον (Arr., Lib.), ζητηματικός (Sch.); (ἐκ-, συ-)ζητητής Forscher, im Plur. Ben. einer richterlichen Behörde in Athen (att.) mit (ἐπι-, συ-)ζητητικός zum Untersuchen geneigt (att.). — Zu ζητήρ, ζητρός s. bes.
Etymology: Bildung wie αἰτέω, δατέομαι, ἀρτάω usw. (Schwyzer 705f.) und somit zunächst auf einen nominalen τ-Stamm zurückgehend; vgl. bes. ark. ζατός (IG 5: 2, 4, 22). Das primäre Verb ist in dem reduplizierten δίζημαι vorhanden (Sommer Lautstud. 157f.); s. d. und ζῆλος, auch ζημία. — Ältere Lit. bei Bq.
Page 1,613
Chinese
原文音譯:zhtšw 色帖哦
詞類次數:動詞(119)
原文字根:尋求 相當於: (בָּקַשׁ)
字義溯源:尋求*,求,尋索,尋思,尋找,找,想,取,要,想要,想法子,謀求,問,討,害,訪問,願望,請求。新約記載最有意義的尋找,莫過於主耶穌說,人子來,為要尋找拯救失喪的人( 路19:10);他是那樣的細心的,熱切的,專一的,堅持的,不顧任何代價的尋索,直至找到為止。人尋找神,豈不也當如此?參讀 (ἐκζητέω)同義字
同源字:1) (ἀναζητέω)搜索 2) (ἐκζητέω)搜索 3) (ἐκζήτησις)探詢 4) (ἐπιζητέω)探求 5) (ζητέω)尋求 6) (ζήτημα)搜查 7) (ἐκζήτησις / ζήτησις)搜查 8) (συζητέω)共同的調查 9) (συζήτησις)互相探詢 10) (συζητητής)爭論者
出現次數:總共(118);太(14);可(10);路(25);約(35);徒(10);羅(4);林前(8);林後(2);加(2);腓(1);西(1);帖前(1);提後(1);來(1);彼前(2);啓(1)
譯字彙編:
1) 求(14) 可8:11; 可8:12; 路11:16; 路12:29; 約5:44; 約7:18; 約8:50; 林前1:22; 林前7:27; 林前7:27; 林前10:24; 林前10:33; 林前13:5; 林前14:12;
2) 想要(13) 太12:46; 太12:47; 可12:12; 路9:9; 路13:24; 路17:33; 約5:16; 約5:18; 約7:1; 約7:20; 徒13:8; 徒27:30; 羅10:3;
3) 尋找(11) 太2:13; 太13:45; 太26:59; 可14:55; 路2:48; 路11:9; 路19:10; 約7:11; 提後1:17; 來8:7; 彼前5:8;
4) 找(10) 太18:12; 可1:37; 可3:32; 路2:49; 路13:6; 路13:7; 路15:8; 路22:6; 路24:5; 約6:24;
5) 尋求(6) 太12:43; 路11:24; 羅2:7; 帖前2:6; 彼前3:11; 啓9:6;
6) 你們要找(4) 約7:34; 約7:36; 約8:21; 約13:33;
7) 你們找(3) 約6:26; 約18:4; 約18:7;
8) 你們⋯求(2) 太6:33; 路12:31;
9) 都想要(2) 路6:19; 路19:47;
10) 要(2) 約4:23; 約11:8;
11) 他們想要(2) 路5:18; 約7:30;
12) 他們⋯要(2) 約7:25; 約10:39;
13) 想法子(2) 可14:1; 路22:2;
14) 尋找的(2) 太7:8; 路11:10;
15) 你們尋找(2) 太7:7; 可16:6;
16) 想(2) 可11:18; 路20:19;
17) 我要討(1) 加1:10;
18) 我⋯求(1) 約5:30;
19) 他⋯尋思(1) 可14:11;
20) 我們尋求(1) 加2:17;
21) 當尋求(1) 西3:1;
22) 你們⋯尋找(1) 太28:5;
23) 謀求(1) 腓2:21;
24) 你們⋯想要(1) 約7:19;
25) 你們⋯找(1) 約18:8;
26) 他們⋯想要(1) 徒21:31;
27) 尋找⋯的(1) 羅10:20;
28) 他們⋯尋索(1) 羅11:3;
29) 我們⋯想要(1) 徒16:10;
30) 你們⋯找的(1) 徒10:21;
31) 他們⋯尋找(1) 約11:56;
32) 你們⋯問麼(1) 約16:19;
33) 你們尋求(1) 林後13:3;
34) 你們⋯想(1) 約8:40;
35) 你找(1) 約20:15;
36) 他要(1) 路19:3;
37) 你們要(1) 約1:38;
38) 你要(1) 約4:27;
39) 人要(1) 約7:4;
40) 取(1) 路12:48;
41) 它求看(1) 路11:29;
42) 要害(1) 太2:20;
43) 他們就想要(1) 太21:46;
44) 他就找(1) 太26:16;
45) 是求(1) 約7:18;
46) 你們想要(1) 約8:37;
47) 要將(1) 徒17:5;
48) 使他們尋求(1) 徒17:27;
49) 所求(1) 林前4:2;
50) 求人(1) 徒13:11;
51) 來找(1) 徒10:19;
52) 求的(1) 約8:50;
53) 就想要(1) 約19:12;
54) 訪問(1) 徒9:11;
55) 我所求的(1) 林後12:14
Mantoulidis Etymological
-ῶ Πιθανόν ἀπό ρίζα δα- ἤ δι-. Εἶναι συγγενικό μέ το ρῆμα δίζημαι (=ζητῶ, ἐπιδιώκω).
Παράγωγα: ζήτημα, ζήτησις, συζήτησις, ζητήσιμος, συζητήσιμος, ζητητέος, ζητητέον, ζητητής, συζητητής, ζητητικός, ζητητός, ἀζήτητος, δυσζήτητος.
Translations
seek
Afrikaans: soek; Albanian: kërkoj; Arabic: بَحَثَ, طَلَبَ; Egyptian Arabic: دور; Armenian: փնտրել; Aromanian: caftu, tser; Asturian: buscar, guetar; Azerbaijani: axtarmaq, aramaq; Belarusian: шукаць; Bengali: খোঁজা; Bulgarian: тъ́рся, тараша; Burmese: ရှာ; Catalan: cercar; Chechen: леха; Cherokee: ᎤᏲᎭ; Chinese Cantonese: 搵, 揾; Mandarin: 找, 找尋, 找寻, 尋找, 寻找, 搜索; Czech: hledat; Danish: søge; Dutch: zoeken, nastreven; Esperanto: serĉi; Estonian: otsima; Even: гэлэт-; Evenki: гэлэ-; Faroese: søkja; Finnish: etsiä, hakea; French: chercher; Friulian: cirî; Galician: buscar; Georgian: ძებნა; German: suchen; Alemannic German: sueche; Gothic: 𐍃𐍉𐌺𐌾𐌰𐌽, 𐌱𐌹𐍃𐌰𐌹𐍈𐌰𐌽; Greek: ζητώ; Ancient Greek: ζητέω; Hebrew: חִפֵּשׂ; Hindi: ढूँढ़ना, ढूँढना, खोजना; Hungarian: keres, kutat; Icelandic: leita; Ido: serchar; Indonesian: mencari, mencari-cari; Ingush: лаха; Italian: cercare, ricercare; Japanese: 探す, 探し回る; Javanese: golèk; Karakhanid: اِرْتاماكْ, اِسْتاماكْ; Khmer: ស្វែងរក; Korean: 찾다, 추구하다; Ladino: bushkar; Lao: ຫາ, ຊອກ, ຊອກຫາ; Latin: quaero; Latvian: meklēt; Lithuanian: ieškoti; Low German: söken; Macedonian: бара, трага; Malay: mencari; Malayalam: തിരയുക, നോക്കുക, തേടുക; Maltese: fittex; Maori: auhaha, haha, kimi, kimikimi, rapa, rapu, rapurapu, whakarapu, pōrangi, raparapa, hāhau, ngaropoko; Mongolian: эрэх, хайх; Nepali: खोज्नु; Norwegian Bokmål: søke, lete; Occitan: cercar, boscar; Old English: sēċan, nēosian; Persian: جستجو کردن, جستن; Plautdietsch: sieekjen no; Polish: poszukiwać, szukać; Portuguese: procurar; Quechua: ashiy, maskhay, maskai, aşii; Romanian: căuta; Russian: искать, разыскивать, пытаться найти; Scottish Gaelic: lorg, sir, iarr; Serbo-Croatian: тражити, trážiti; Slovak: hľadať; Slovene: iskati; Sorbian Lower Sorbian: pytaś; Spanish: buscar; Old Spanish: buscar; Swahili: kutafuta; Swedish: söka, leta; Tajik: ҷустуҷӯ кардан; Ternate: tike; Thai: มองหา; Turkish: aramak; Turkmen: agtarmak; Ukrainian: шукати; Urdu: ڈھونڈھنا; Uzbek: axtarmoq, qidirmoq; Venetian: risercar; Vietnamese: tìm, tìm kiếm; Walloon: cweri; Welsh: chwilio am; West Frisian: sykje; ǃXóõ: ǃxáa