ἀνεργής

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεργής: -ές, ὁ μὴ ἐνεργῶν, ὁ ἄνευ ἀποτελέσματος, Μελέτ. ἐν Ἀνεκδ. Ὀξων. 3. 136: - ὡσαύτως ἀνέργητος, ον, Ἑρηνν. (Herenn.) εἰς Μαΐου Κλασ. Συγγρ. 9. 554.