ἀνεῳγότως

English (LSJ)

Adv. pf. part. of ἀνεῳγώς (from ἀνοίγω), openly, Glossaria.

Spanish (DGE)

adv. abiertamente, Gloss.2.226.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεῳγότως: ἐπίρρ. μετοχ. τοῦ πρκμ.: ἀνεῳγὼς (ἐκ τοῦ ἀνοίγω), «ἀνοικτά», φανερῶς, Γλ.

German (Pape)

offen, ohne Hehl, vom perf. ἀνέῳγα, zu ἀνοίγνυμι.