ἀνθηρότης

English (LSJ)

-ητος, ἡ, brilliancy, Sch.Pi.O.9.72.

Spanish (DGE)

-ητος, ἡ
resplandor, brillo Sch.Hes.Th.351, Sch.Pi.O.9.72.

German (Pape)

[Seite 232] ητος, ἡ, die Blüte, Theophr,; blühendes, frisches Wesen, Schol. Pind. Ol. 11, 62.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθηρότης: -ητος, ἡ, τὸ ἀνθηρόν, ἡ κατάστασις τοῦ ἀνθηροῦ, λαμπρότης, Νικήτ. Χρον. 276.