ἀνθράκινος

English (LSJ)

η, ον,
A of the nature of, or made of, a carbuncle, LXX Es.1.7.
2 ἀνθρακίνου βαφή blue dye (woad), PHolm.18.35.

Spanish (DGE)

-η, -ον
I adj. hecho de granate κυλίκιον LXX Es.1.7, ἀ. λίθος carbunclo op. πράσινος λίθοςcuarzo’, Ph.1.60.
II subst.
1 ἀνθρακίνου βαφή tinte azul oscuro, PHolm.110.
2 plu. lat. anthracina, -orum, vestidos negros de luto Varro en Nonius Marcellus p.882.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθράκινος: -η, -ον, ἐξ ἄνθρακος (τοῦ πολυτίμου λίθου), «ἀνθράκινον κυλίκιον προκείμενον ἀπὸ ταλάντων τρισμυρίων» Ἑβδ. (Ἐσθ. α΄, 7).

Greek Monolingual

-η, -ον (Α)
1. αυτός που προέρχεται ή είναι κατασκευασμένος από τον πολύτιμο λίθο άνθρακα
2. αυτός που έχει το σκούρο χρώμα του άνθρακα.