κυλίκιον
From LSJ
μὴ δὶς πρὸς τὸν αὐτὸν λίθον πταίειν → do not stumble twice on the same stone
English (LSJ)
τό, Dim. of κύλιξ, small cup, Thphr. HP 5.9.8, Lyc.Fr.2.1, Philet. ap. Ath.11.498a, LXX Es.1.7, Aristeas 319 codd.: —also κυλικίς, ίδος, ἡ, dub. in Ath.11.480c.
Greek (Liddell-Scott)
κῠλίκιον: τό, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 9, 8, Λυκόφρ. παρ’ Ἀθην. 420Β, Φιλητ. αὐτόθι 498Α· κῠλῐκίς, ίδος, ἡ, Ἀθήν 480G· ― ὑποκορ. τοῦ κύλιξ, μικρὸν ποτήριον.
Greek Monolingual
κυλίκιον, τὸ (Α)
μικρή κύλιξ, ποτηράκι, κυπελλάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύλιξ, -ικ-ος + υποκορ. κατάλ. -ιoν].
German (Pape)
τό, dim. von κύλιξ, kleiner Becher; Lycophr. bei Ath. X.420b, Philet. bei Ath. XI.498a; Theophr.