ἀνθυπατικός
English (LSJ)
ἀνθυπατική, ἀνθυπατικόν,
A proconsular, ἐξουσία D.C.58.7.
2 ἀ. δεκαδαρχία the body of military tribunes which took the place of the consulate, Plu.2.277f.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 proconsular τήν τε ἀνθυπατικὴν ἐξουσίαν αὐτῷ ἔδωκαν D.C.58.7.4.
2 ἀ. δεκαδαρχία tribuni militum consulari potestate, colegio de diez tribunos militares con prerrogativas de cónsul Plu.2.277f.
3 neutr. subst. τὸ ἀνθυπατικόν el archivo proconsular, TAM 3.1.657.
German (Pape)
[Seite 235] proconsularisch.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
proconsulaire.
Étymologie: ἀνθύπατος.
Russian (Dvoretsky)
ἀνθυπᾰτικός: проконсульский Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθυπατικός: -ή, -όν, ὁ τοῦ ἀνθυπάτου, ἀνθυπατικῆς ἐξουσίας Δίων Κ. 58. 7· παρὰ Βυζ. ὡσαύτως ἀνθυπατιανός, ή, όν. 2) ἀνθυπατικὴ δεκαδαρχία, τὸ σωματεῖον τῶν χιλιάρχων (tribuni militares), οἵτινες εἶχον ὑπατικὴν ἐξουσίαν, Πλούτ. 2. 277Ε.
Greek Monolingual
ἀνθυπατικός, -ή, -όν (Α)
1. αυτός που ανήκει στον ανθύπατο
2. «ανθυπατική δεκαδαρχία» (Πλούταρχος)
το σώμα των χιλιάρχων που είχε αναλάβει υπατικές εξουσίες.
Greek Monotonic
ἀνθυπᾰτικός: -ή, -όν, ανθυπατικός.
Middle Liddell
[from ἀνθύπατος
proconsular.