ἀνικανότης

Greek (Liddell-Scott)

ἀνῐκᾰνότης: -ητος, ἡ, τὸ μὴ ἐπαρκεῖν, ἡ ἔλλειψις ἱκανότητος, Ἀμφιλόχ. σ. 101.

Spanish (DGE)

-ητος, ἡ
incapacidad Epiph.Const.Haer.proem.1 (p.169.21).