incapacidad
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
Spanish > Greek
ἀνεπιτηδειότης, ἀδυναμία, ἀδυνασία, δυσέργημα, ἀποδυναμία, ἀνικανότης, ἀχρείωσις, ἀτέλεια