ἀνισασμός

English (LSJ)

ὁ, equalization, Eust.42.6.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
igualación, ἐνταῦθα δὲ σημείωσαι καὶ τὸν ἀνισασμὸν τὸν κατά τινα οἷον ἀντίδοσιν καὶ ἀντιπάθειαν Eust.42.6.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνῐσασμός: ὁ, τὸ ἀνισάζειν, ἐξίσωσις, Εὐστ. 42. 6.

Greek Monolingual

ο (Μ ἀνισασμός) ισασμός
νεοελλ.
1. η τακτοποίηση, η διευθέτηση
2. ο διακανονισμός (περιουσιακής διαφοράς)
μσν.
η εξίσωση, η εξομοίωση.

German (Pape)

ὁ, Ausgleichung, Eust.