ἀνοιδαίνω

English (LSJ)

A blow up, inflate, Poll.4.179: aor. inf. ἀνοιδῆναι Q.S. 14.470.
II intr., = ἀνοιδέω, Nic.Fr.68.7.

Spanish (DGE)

1 tr. hinchar de los vientos ἀνοιδῆναι τε θάλασσαν Q.S.14.470.
2 intr. hincharse τὸ ἀνοιδαῖνον συστεῖλαι Poll.4.179, ἀνοιδαίνει βαρὺ κρῖμνον Nic.Fr.68.7, φῶτες ἀνοιδαίνοντες ὀλέθρῳ cuerpos que se hinchan con la muerte de ahogados, Nonn.D.6.279
tb. en v. med. ἀνοιδαίνοντο δὲ μαζοί Nonn.D.9.57.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνοιδαίνω: φουσκώνω, ἐνεργ. κάμνω τι νὰ φουσκώσῃ, Πλωτῖν. 449D · μέσ. ἀόρ. ἀνοιδῆναι Κόϊντ. Σμ. Ξ. 470: - Παθ., ἐξογκοῦμαι, ἐπὶ τῶν μυώνων, Χρηστοδ. Ἔκφρ. 234. ΙΙ. ἀμετάβ., = ἀνοιδέω Νίκ. Παρ’ Ἀθην. 126C.

Greek Monolingual

ἀνοιδαίνω (Α)
βλ. ανοιδώ.

German (Pape)

(οἰδαίνω), aufschwellen, trans., Sp. – Pass. intr.