ἀντίμοιρος

English (LSJ)

ἀντίμοιρον, prob. for ἰσοτίμοιρος, A.Ch.319.

Spanish (DGE)

-ον contrario σκότῳ φάος ἀντίμοιρον A.Ch.319.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντίμοιρος: -ον, = ἰσόμοιρος, ὃ ἴδε.

Greek Monolingual

ἀντίμοιρος, -ον (Α)
αυτός που έχει ίσο μερίδιο με κάποιον άλλο.