ἀνταναστρέφω

Greek (Liddell-Scott)

ἀνταναστρέφω: ἀναστρέφω ὀπίσω, Κλήμ. Ἀλ. 160.

Spanish (DGE)

recaer fig. repercutir αὗται (δόξαι) αὖθις πρὸς ἡμᾶς ἀνταναστρέφουσι, καθάπερ πρὸς τὸν βάλλοντα ἡ σφαῖρα Clem.Al.Paed.1.13.103.