ἀντεμβολή

English (LSJ)

ἡ,
A pipe made of pieces fitted into each other, BGU1117.16 (13 B.C.), cf. 1116.12.
2 = ἀντέμβασις, Hsch. s.v. ἐπαλλάξαντες, Suid. s.v. γίγγλυμοι.
3 substitute, κίκεως PHolm. 10.11.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
1 quizá conducción, cañería hecha de piezas que encajan BGU 1117.16 (I a.C.), cf. BGU 1116.12
ensamblamiento Hsch.s.u. ἐπαλλάξαντες, Sud.s.u. γίγγλυμοι.
2 substitución τῶν γενῶν Hdn.Sol.299.13, κίκεως PHolm.59.

German (Pape)

[Seite 246] ἡ, das Ineinandergreifen, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντεμβολή: ἡ, ἀμοιβαία εἰσβολή, Ἐκκλ. 2) ἴδε ἐν λέξει ἀντεμβαίνω.

Greek Monolingual

ἀντεμβολή, η (AM)
αμοιβαία εισβολή
αρχ.
συνάρθρωση, συναρμογή.