ἀντεπιστροφή

English (LSJ)

ἡ, turning back upon, χειρὸς ἐπὶ τὸν ὦμον Placit.4.14.3; κατ' ἀ. Ruf. ap. Orib.49.35.4.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
1 acción de volver a su vez χειρός ... ἐπὶ τὸν ὦμον Placit.4.14.3
reducción de una dislocación, Ruf. en Orib.49.36.4.
2 óptica reflexión (εἴδωλα) συνίστασθαι δὲ ἐπὶ τοῦ κατόπτρου κατ' ἀντεπιστροφήν Placit.4.14.2 (= Leucipp.A 31).
3 fig. correspondencia Clem.Al.Strom.7.7.42.

German (Pape)

[Seite 247] ἡ, das Umwenden dagegen, Plut. plac. phil. 4, 14.

Russian (Dvoretsky)

ἀντεπιστροφή:поворачивание в обратную сторону Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντεπιστροφή: ἡ, στροφὴ πρὸς τὰ ὀπίσω, ἀντεπιστροφῇ τῆς χειρὸς ἐπὶ τὸν ὧμον Πλούτ. 2. 901D.

Greek Monolingual

ἀντεπιστροφή, η (Α)
στροφή προς τα πίσω.