ἀντιδιαστέλλω
English (LSJ)
A distinguish, discriminate, Str.10.2.17; ἁπλᾶ καὶ σύνθετα Plot.6.1.29; τι ἀπό τινος Longin.Proll.Heph.p.83C.:—Med., controvert, Sor.2.54.
II contrast, oppose, τί τινι S.E.P.1.9; τινὰς πρός τινας D.H.Th.32; τιπρός τι Alex.Aphr.in Metaph.400.17:—Pass., A.D.Synt.14.24.
Spanish (DGE)
1 distinguir τὴν ὁμωνυμίαν de varios lugares, Str.10.2.17, ἁπλᾶ καὶ σύνθετα Plot.6.1.29, ἀπὸ ῥυθμών τὰ μέτρα Longin.Prol.Heph.4.
2 comparar, oponer c. ac. y dat. αὐτοῖς τὰ νοητά S.E.P.1.9, τὸν νοῦν τῇ σοφίᾳ Gr.Nyss.Apoll.190.7
•c. ac. y πρός más ac., πρὸς αὐτὸν (Θηρίον) τὸν Κένταυρον Sch.Arat.441M., ἀντιδιέσταλκε δὲ τὰς κινουμένας πρὸς τὰς μαθηματικάς Alex.Aphr.in Metaph.400.17, cf. en v. pas., A.D.Synt.14.24
•en v. med. oponerse πρὸς τοὺς κακούργους D.H.Th.32, τοῖς ῥηθεῖσι Sor.131.8, τῇ συμβολικῇ δικαιοσύνῃ Origenes M.17.153B, Hsch.
German (Pape)
[Seite 251] einander entgegensetzen u. dadurch unterscheiden, Dion. Hal.; med., Proleg. Hermog. p. 36.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιδιαστέλλω: противополагать, противопоставлять (τινί τι Sext.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιδιαστέλλω: διακρίνω ἐκ παραθέσεως δύο πραγμάτων τὸ ἓν ἀπὸ τοῦ ἄλλου, οὐκ ἀντιδιέστειλε δὲ τὴν ὁμωνυμίαν Στραβ. 457· ἀντιδιέστειλε γὰρ ἐκεῖνος ἀπὸ ῥυθμῶν τὰ μέτρα Λογγίνου Ἀποσπ. 3. 5: -Μέσ., ἀντ. πρός τινα Διον. Ἁλ. περὶ Θουκ. 32. ΙΙ. ἀντιτάσσω, ἀντιδιαστέλλομεν αὐτοῖς τὰ νοητὰ Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 9.
Greek Monolingual
(Α ἀντιδιαστέλλω)
παραθέτω και κάνω διάκριση
αρχ.
αντιτάσσω.