discriminate
From LSJ
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
P. and V. διαιρεῖν, διορίζειν, διαγιγνώσκειν, διειδέναι (Plato), διαλαμβάνειν, Ar. and P. διακρίνειν.
P. and V. διαιρεῖν, διορίζειν, διαγιγνώσκειν, διειδέναι (Plato), διαλαμβάνειν, Ar. and P. διακρίνειν.