ἀντιδιαστολή

English (LSJ)

ἡ,
A opposition, distinction, Id.Pron.23.24, Synt.15.17, al., Alex.Aphr. in Metaph.11.12, etc.
II Medic., counter-dilatation, ἀρτηριῶν πρὸς καρδίαν Gal.8.760.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
1 oposición, distinción τοῦ μέντοι λόγου δεομένου ἀντιδιαστολῆς A.D.Pron.23.24, cf. Synt.15.17, S.OT argumen.3, Alex.Aphr.in Metaph.11.12, Clem.Al.Paed.1.5.20, Gr.Nyss.Eun.1.473.
2 medic. dilatación en sentido contrario ἀρτηριῶν πρὸς καρδίαν Gal.8.760, τοῦ πνεύμονος πρὸς τὸν θῶρακα Clem.Al.Strom.7.6.32.

German (Pape)

[Seite 251] ἡ, Unterscheidung durch Entgegenstellung, Unterschied, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιδιαστολή: ἡ, ἐξ ἀντιπαραθέσεως διάκρισις, πρὸς ἀντιδιαστολὴν τούτων φησὶν Κλήμ. Ἀλ. 545, Ἐτυμ. Μ. 13, 23. 66, 57. 104, 16. 192, 2, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 305 κτλ.

Greek Monolingual

η (Α ἀντιδιαστολή)
η διάκριση δύο πραγμάτων μεταξύ τους με αντιπαράθεση.