ἀντιζηλία

English (LSJ)

ἡ, rivalry, Vett.Val.39.27, Heph.Astr.2.28.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ rivalidad Vett.Val.39.27, Heph.Astr.2.30.22.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιζηλία: ἡ, ὡς καὶ νῦν, Γλωσσ.

Greek Monolingual

η (Α ἀντιζηλία)
1. η αμοιβαία αντίθεση μεταξύ ατόμων που διεκδικούν το ίδιο πράγμα
2. ο ανταγωνισμός.