ἀντιρροπή

English (LSJ)

ἡ, counterpoise, Hp.Art.38,39 (v.l. ἀντιρροπίη, as in Gal.18 (1).481).

Greek Monolingual

ἀντιρροπή κ. ἀντιρροπία, η (Α) αντιρρέπω
ισορροπία, συμμετρία.