ἀντιταράττω

English (LSJ)

stir up in opposition, Max.Tyr.14.7.

Spanish (DGE)

oponerse a ἀρετήν Max.Tyr.8.7, cf. Nil.M.79.1100B.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιτᾰράττω: ταράττω τι ἐκ καταφορᾶς πρὸς αὐτό, «ἀντιφιλοτιμεῖται (ἡ τύχη) τῇ ἀρετῇ καὶ ἀντιστατεῖ καὶ ἀνταγωνίζεται καὶ πολλάκις αὐτὴν ἀντιταράττει» Μάξ. Τύρ. Λ. 14. 7.