oponerse a
From LSJ
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
Spanish > Greek
ἀντικάθημαι, ἀνταγωνίζομαι, ἐναγωνίζομαι, ἀντιπεριίστημι, ἀνταποφαίνω, ἀποποιέω, ἀντιστασιάζω, ἐγκόπτω, διαμάχομαι, ἀμφισβητέω, ἀντανιστάω, ἀντιταράττω, ἀντανίστημι, ἀντιπράσσω, ἀντιτείνω