ἀντιφιλονεικέω

English (LSJ)

strive jealously against, πρὸς πάντα Id.3.103.7; τῇ συγκλήτῳ 32.3.16: abs., J.AJ2.9.1.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιφῐλονεικέω: ἀντερίζω, ἀντιτείνω, θεωρῶν δὲ τὸν Μάρκον ἐκπεφυσημένον καὶ πρὸς πάντα ἀντιφιλονεικοῦντα Πολύβ. 3. 103, 7· χάριν τοῦ πρὸς μηδὲν ἀντιφιλονεικεῖν ὁ αὐτ. 12. 7, 6, κτλ.· ἀπολ., Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 2. 9, 1.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιφῐλονεικέω: враждебно противодействовать, мешать (τινι πρός τι Polyb.; τινι Plut.).

German (Pape)

(aus Eifersucht) sich widersetzen, Pol. πρός τι, 3.103, 32.7; τινί, Jos. B. I. proœm. 1.3.