ἀνυποφόρητος

English (LSJ)

ἀνυποφόρητον, insufferable, EM115.18.

Spanish (DGE)

-ον insufrible, EM 115.18G.

German (Pape)

[Seite 266] unerträglich, E. M.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνυποφόρητος: -ον, ἀφόρητος, Ἐτυμολ. Μ. 115. 18: - ὡσαύτως ἀνυπόφορος, ον, ἐντεῦθεν ἀνυπόφορον, ἥλιε, πάθος εἶδες Κ. Μανασσ. Χρον. σ. 97.