ἀνυπόληπτος

English (LSJ)

ἀνυπόληπτον, perhapsf.l. for ἀνυπόδητος, Anon.in Rh.82.38.

Spanish (DGE)

-ον
desacreditado, PIand.132.8 (VI d.C.)
despreciable Ephr.Syr.2.79E.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνυπόληπτος: -ον, χωρὶς ὑπόληψιν, Σπαν. στ. 134. 290, ἐν Ἐκλογ. Μνημ. ἔκδ. Μαυροφρ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀνυπόληπτος, -ον)
ο χωρίς υπόληψη, αυτός που δεν τον εκτιμούν οι άλλοι.