υπόληψη
From LSJ
Sophocles, Oedipus Coloneus l. 1225
Greek Monolingual
η / ὑπόληψις, -ήψεως, ΝΜΑ, και μτγν. τ. ὑπόλημψις, Α ὑπολαμβάνω
η καλή γνώμη που διαμορφώνει κανείς για κάποιον ή για κάτι, εκτίμηση, σεβασμός (α. «είναι άνθρωπος με υπόληψη» β. «ἔργοις τὴν δόξαν καὶ τὴν τῶν στρατιωτῶν ὑπόληψιν ἐπιστοῦτο», Ηρωδιαν.)
αρχ.
1. το να παίρνει κανείς τον λόγο από το σημείο που κάποιος άλλος σταμάτησε
2. απόκριση, απάντηση
3. σύλληψη με τον νου, κατανόηση, αντίληψη
4. ανάληψη έργου
5. παρακίνηση
6. πρόγραμμα, σχέδιο
7. βεβιασμένη κρίση ή προκατάληψη («ὑπόληψις εἰς τοὺς δικαστὰς οὐ δικαία», Υπέρ.)
8. πιθ. λήψη προκαταβολής έναντι ανάληψης εργασίας
9. πιθ. επιδότηση, επιχορήγηση.