ἀνόδοντος

English (LSJ)

ἀνόδοντον, = ἀνόδων, Pherecr.74,82.

Spanish (DGE)

-ον
que no tiene dientes, desdentado ἀνὴρ γέρων Pherecr.74, 82, (ζῷα) Arist.PA 674b20, Fr.294, v. ἀνόδους.

German (Pape)

[Seite 239] (ὀδούς), zahnlos, Phereer. B. A. 406.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνόδοντος: -ον, = ἀνόδους, ἀνὴρ γέρων ἀνόδοντος ἀλήθει Φερεκρ. ἐν «Κοριαννοῖ» καὶ ἐν «Κραπατάλλους» 13. - Παρὰ δὲ Βυζ. ἀνοδόντωτος, ον.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνόδοντος, -ον)
ανόδους.