ἀνόργητος

English (LSJ)

ἀνόργητον, Hellenistic for ἄνοργος, Moer.12, cf. Sch.Pi.P. 10.33.

Spanish (DGE)

-ον
que no se enfurece Moer.12, ἀνόργητος ἐπὶ τοῖς αὐτῶν κατορθώμασιν εἴη ὁ θεός Sch.Pi.P.10.33.

German (Pape)

[Seite 241] nach Möris schlechtere Form für ἄνοργος, s. B. A. 3.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνόργητος: -ον, ὁ ἄνευ ὀργῆς. Κατὰ Μοῖριν (σ. 12.) «ἄνοργοι, Ἀττικῶς· ἀνόργητοι, Ἑλληνικῶς».