ἀνόστητος
English (LSJ)
ἀνόστητον,
A unreturning, Orph.A.1269.
II whence none return, χῶρος ἐνέρων AP7.467 (Antip. Sid.), cf. Opp.H.3.586, etc.
Spanish (DGE)
-ον
1 que no regresa Orph.A.1269.
2 de donde no se regresa ἐς τὸν ἀ. χῶρον ἔβης ἐνέρων AP 7.467 (Antip.Sid.), cf. Trag.Adesp.658.17, λόχος Opp.H.3.586, el Hades, Nonn.D.30.159, Par.Eu.Io.2.22, κόλποι Nonn.Par.Eu.Io.5.25, τύμβοι Nonn.Par.Eu.Io.5.28.
German (Pape)
[Seite 242] 1) nicht zurückkehrend, Orph. Arg. 1269. – 2) woraus man nicht zurückkehren kann, Ant. Sid. 110 (VII, 467); χῶρος ἐνέρων Opp. H. 3, 586. 4, 108; Man. 1, 193.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui ne revient pas;
2 d'où l'on ne revient pas.
Étymologie: ἀ, νοστέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνόστητος: из которого нет возврата (χῶρος ἐνέρων Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνόστητος: -ον, ὁ μὴ ἐπανερχόμενος, Ὀρφ. Ἀργ. 1268. ΙΙ. ὁ τόπος ἐξ οὗ δὲν δύναταί τις νὰ ἐπανέλθῃ, ἐς τὸν ἀνόστητον χῶρον ἔβης ἐνέρων Ἀνθ. Π. 7. 467, πρβλ. Ὀππ. Ἁλ. 3. 586, κτλ.
Greek Monolingual
ἀνόστητος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν γυρίζει πίσω
2. (για τόπο) εκείνος από τον οποίο δεν μπορεί να ξαναγυρίσει κανείς («ἀνόστητος χῶρος ἐνέρων» — για τον Αδη).
Greek Monotonic
ἀνόστητος: -ον (νοστέω), τόπος απ' όπου δεν επιστρέφει κανείς, σε Ανθ.