ἀξιομακάριστος

English (LSJ)

[κᾰ], ον, worthy to be deemed happy, X.Ap.34 (Sup.).

Spanish (DGE)

-ον
digno de alabanza Σωκράτης X.Ap.34, Παῦλος Ign.Eph.12.2.

German (Pape)

[Seite 270] der glücklich gepriesen zuwerden verdient, Xen. Apol. 34.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
digne d'être regardé comme heureux.
Étymologie: ἄξιος, μακαρίζω.

Russian (Dvoretsky)

ἀξιομᾰκάριστος: достойный считаться блаженным Xen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀξιομακάριστος: [κᾰ], ον, ἄξιος μακαρισμοῦ, ἀξιομακαριστότατον Ξεν. Ἀπολ. 34.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀξιομακάριστος, -ον)
αυτός που αξίζει να τον μακαρίζουν, να τον θεωρούν ευτυχισμένο.

Greek Monotonic

ἀξιομᾰκάριστος: [κᾰ], -ον, άξιος να θεωρείται χαρούμενος, σε Ξεν.

Middle Liddell

worthy to be deemed happy, Xen.