ἀξιοσέβαστος

English (LSJ)

ἀξιοσέβαστον, worthy of reverence, worshipful, Eust.ad D.P. p.72.22.

Spanish (DGE)

-ον digno de reverencia Eust.in D.P.p.72.22.

Greek (Liddell-Scott)

ἀξιοσέβαστος: -ον, ἄξιος σεβασμοῦ, Εὐστ. εἰς Διον. Π. σ. 72. 22: ― ὡσαύτωςσεπτός, ον, Κ. Μανασσ. Χρον. 4203, 5047.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀξιοσέβαστος, -ον)
αυτός που του αξίζει να τον σέβονται.