ἀπέλλα

Greek (Liddell-Scott)

ἀπέλλα: ἡ, ἐκκλησία, συνέλευσις, ἔδοξε τῷ δάμῳ ἐν ταῖς μεγάλαις ἀπέλλαις [Ι] Ἐπιγρ. Λακ. Μ. 5021 = Le B. - F. 243a21 M. 514 = Le B. - F. 24241· Πρβλ. Ἡσύχ. «ἀπέλλαι· σηκοί, ἐκκλησίαι· ἀρχαιρεσίαι» Ἡσύχ. - Αἱ ἀνωτέρω ἐπιγραφαὶ εἶναι ἐκ Γυθείου.

Spanish (DGE)

ἀπέλλα, -ας, ἁ uel ἀπελλά, -ᾶς, ἁ
lacon. asamblea ἐν ταῖς μεγάλαις ἀπελλαῖς IG 5(1).1144.21, 1146.41 (Gitio II/I a.C.), Hsch., cf. CID 1.9A.31, 36.
• Etimología: Prob. de ἀπό y la r. Ϝελ- de εἰλέω, ἴλλα, etc. ‘reunir’, ‘apelotonar’.