ἀπέρημος

English (LSJ)

ἀπέρημον, strengthened for ἔρημος, Sch.Pi.N.4.88.

Spanish (DGE)

-ον
solitario, desierto subst. τὰ ἀπέρημα τοῦ Πηλίου Sch.Pi.p.456 Böckh.

German (Pape)

[Seite 287] ganz öde, Schol. Pind. N. 4, 88.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπέρημος: -ον, ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ ἔρημος, Σχόλ. εἰς Πινδ. Ν. 4. 88.

Greek Monolingual

ἀπέρημος, -ον (επιτατ. τύπος του έρημος) (Μ)
(για τόπους) έρημος.