ἀπειλητικός

English (LSJ)

ἀπειλητική, ἀπειλητικόν, = ἀπειλητήριος, threatening, ῥήσεις Pl.Phdr.268c; νόμιμα Id.Lg.823c; ὄμματα X.Mem.3.10.8. Adv. ἀπειλητικῶς = menacingly Phryn.PSp.61 B.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 amenazador ῥήσεις Pl.Phdr.268c, νόμιμα Pl.Lg.823c, ὄμματα X.Mem.3.10.8, cf. Luc.Cat.22.
2 adv. ἀπειλητικῶς = amenazadoramente Phryn.PS p.61.

German (Pape)

[Seite 283] drohend, ῥήσεις Plat. Phaedr. 268 c; νόμιμα Legg. VII, 823 c; ὄμματα Xen. Mem. 3, 10, 8; βλέμμα Poll. 2, 59.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
menaçant en parl. de choses.
Étymologie: ἀπειλέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπειλητικός: Xen., Plat. = ἀπειλητήριος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπειλητικός: -ή, -όν, = ἀπειλητήριος, ῥήσεις Πλάτ. Φαῖδρ. 268D· νόμιμα ὁ αὐτ. Νόμ. 823C· ἴδε ἐν λ. ἀπεικαστέον. ― Ἐπίρρ. [ἀπειλητικῶς]] Γρηγ. Νύσσ.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἀπειλητικός, -ή, -όν)
αυτός που απειλεί, ο εκφοβιστικός.

English (Woodhouse)

menacing, using threats