ἀπερῶ

English (LSJ)

Ion. ἀπερέω, v. ἀπεῖπον.

Spanish (DGE)

v. ἀπεῖπον.

French (Bailly abrégé)

v. ἀπεῖπον.

German (Pape)

s. ἀπείρω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπερῶ: ион. ἀπερέω fut. к ἀπαγορεύω и ἀπεῖπον.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπερῶ: Ἰων. ἀπερέω, μέλλ. ἄνευ ἐνεστῶτος ἐν χρήσει, ἴδε ἐν λ. ἀπεῖπον.

Greek Monotonic

ἀπερῶ: Ιων. ἀπερέω, μέλ. χωρίς ενεστ. σε χρήση· βλ. ἀπεῖπον.