ἀποδιίστημι

Greek (Liddell-Scott)

ἀποδιίστημι: μέλλ. -στήσω, ἀπομακρύνω τι ἀπὸ ἄλλου, ἀφίστημι, ἐμβλέψαντα καὶ διαγαγόντα τὴν προβοσκίδα τῶν κριθῶν ἀποδιαστῆσαι καὶ διαχωρίσαι τὸ μέρος Πλούτ. 2. 968D: ― Μέσ., ἀποχωρίζω ἐμαυτὸν, ἐκφεύγω, ἐκρέω, ἀπό μεταφορᾶς τῶν ὑγρῶν, Εὐστ. Πονημ. 196. 75.